ἀποφατικῇ

ἀποφατικῇ
ἀποφατικός
negative
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀποφατική — ἀποφατικός negative fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • υπάλληλος — η, ο / ὑπάλληλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που υπόκειται, που υπάγεται σε άλλον νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η υπάλληλος πρόσωπο που παρέχει εξαρτημένη εργασία και αμοίβεται με μισθό («τραπεζικός υπάλληλος») 2. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • Веданта — одна из шести главных школ индийской философии. Слово ved anta значит конец Вед. Первоначально это название относилось к трактатам философского и мистического содержания, помещавшимся в конце Вед, в числе так называемых брахман [Брахманы… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • έπαθλο(ν) — το (AM ἔπαθλον) βραβείο που θεσπίζεται για κάτι και κυρίως για τους αγώνες νεοελλ. (λογ.) ο τέταρτος τρόπος τού τέταρτου σχήματος τού κατηγορικού συλλογισμού, στον οποίο η μείζων πρόταση είναι αποφατική, η ελάσσων καταφατική και το συμπέρασμα εν… …   Dictionary of Greek

  • αποφατικός — ή, ό (AM ἀποφατικός, ή, όν) [απόφημι] αρνητικός νεοελλ. γραμμ. 1. «αποφατικά μόρια» αυτά που δηλώνουν άρνηση (ου, μη, δεν κ.λπ.) 2. «αποφατική πρόταση» αυτή που εισάγεται με αρνητικό μόριο ή περιέχει άρνηση …   Dictionary of Greek

  • μπα — (I) επιφώνημα το οποίο εκφράζει: α) απορία ή έκπληξη («μπα; τέλειωσες κιόλας τη μελέτη σου;») β) σφοδρή αγανάκτηση, έντονη αποδοκιμασία («μπα, που κακό να σέ βρει») γ) αποφατική απάντηση, άρνηση («χρειάζεσαι τίποτα; μπα!). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται …   Dictionary of Greek

  • σθεναρός — ή, ό / σθεναρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. σθεναρή Α γεμάτος σθένος, δυνατός, ισχυρός (α. «σθεναρή κράση» β. «σθεναρὰ χείρ», Τζέτζ γ. «βραχίων σθεναρός», Ευρ. δ. «ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. γεμάτος ψυχικό και ηθικό σθένος …   Dictionary of Greek

  • σύγκρουση — η / σύγκρουσις, ούσεως, ΝΜΑ [συγκρούομαι] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκρούω ή τού συγκρούομαι, η πρόσκρουση μεταξύ δύο προσώπων ή πραγμάτων που έχουν διαφορετικές ή αντίθετες κατευθύνσεις 2. ρήξη, συμπλοκή νεοελλ. 1. έντονη αντίθεση,… …   Dictionary of Greek

  • υπενάντιος — α, ο / ὑπεναντίος, α, ον, ΝΑ νεοελλ. φρ. «υπενάντιες κρίσεις» (λογ.) αντίθετες κρίσεις από τις οποίες η μία είναι μερική καταφατική και η άλλη μερική αποφατική, όπως είναι λ.χ. οι κρίσεις: μερικοί πολιτικοί είναι αξιόπιστοι και μερικοί πολιτικοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”